Sunday

Σάββατο στην παραλία.

Σάββατο μεσημέρι.
Ο μπαμπάς πάρκαρε το αυτοκίνητο και βγήκαμε έξω. Έκανε αφόρητη ζέστη κι εκτός αυτού η παραλία ήταν πήχτρα. Στήσαμε την ομπρέλα, βάλαμε από κάτω τις ψάθες και μπήκαμε στη θάλλασα.
Μετά το μπάνιο οι άλλοι αποφασίσανε να ξαναμπούνε αλλά εγώ, το πιο τεμπέλικο πλάσμα που γεννήθηκε ποτέ, αποφάσισα να κάνω ηλιοθεραπεία. Ο ήλιος με χτύπαγε στα μάτια κι έτσι έβγαλα την ομπρέλα και την ακούμπησα κάτω ανοιχτή έτσι ώστε να μην με ενοχλεί. Την κρατούσα γιατί φύσαγε και ήμουν ξαπλωμένη. Έκλεισα τα μάτια μου για λίγο και με πήρε ο ύπνος αμέσως. Όταν τα ξανάνοιξα είχε περάσει μισή ώρα και ο μπαμπάς μου γελούσε δίπλα μου.
- Τί έγινε? Γιατί γελάς?
- Καλά, δεν κατάλαβες τίποτα?
- Τί να καταλάβω?
- Κοιμόσουν έτσι? Σε πήρε ο ύπνος.
- Λίγο... Τί έγινε?
- Προφανώς όταν κρατούσες την ομπρέλα κοιμήθηκες γιατί φύσηξε και την πήρε ο αέρας και καθόσουν με το χέρι απλώμένο κρατώντας άμμο!
- Σοβαρά μιλάς?
- Και όχι μόνο αυτό αλλά η ομπρέλα πήγε στη θάλασσα και έτρεξε ένας κύριος, τη μάζεψε, την έκλεισε και την άφησε δίπλα σου. Κι εσύ ούτε τότε ξύπνησες, συνέχισε γελώντας.
- Πωπω... Ρεζίλι έγινα πάλι..
- Καλά, η πλάκα είναι ότι δεν ξύπνησες καθόλου. Κοιμόσουν του καλού καιρού!

Κι όντως, του καλού καιρού γιατί έκανε τόση ζέστη που με πήρε ο ύπνος κάτω από τον ήλιο. Πάλι ρεζίλι έγινα... Και είχε και πολύ κόσμο η παραλία..
Την επόμενη φορά θα αφήνω την ομπρέλα στη θέση της και θα φοράω καπέλο..